funeral
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
funeral | funerals |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]funeral (en)
- η κηδεία
The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
- Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.