furnished
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]furnished (en) (χωρίς παραθετικά)
- επιπλωμένος, για σπίτι, δωμάτιο κτλ. που περιέχει έπιπλα
- ⮡ Her house is very tastelessly furnished.
- Το σπίτι της είναι πολύ κακόγουστα επιπλωμένο.
- ⮡ Her house is very tastelessly furnished.