gümrükçü

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gümrükçü < gümrük (τελωνείο) + -çü

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gümrükçü (tr)