Μετάβαση στο περιεχόμενο

gaat

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

gaat (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος gaan
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος gaan