Μετάβαση στο περιεχόμενο

galon

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
galon galons

galon (fr) αρσενικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

galon (eo)