gefühlvoll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
gefühlvoll (de)
Επίρρημα[επεξεργασία]
gefühlvoll (de)
- με μεγάλη ευαισθησία, με πολύ αίσθημα
- με τακτ