goo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

goo (en)

  1. κολλώδης ουσία (συνήθως συνάμα γλοιώδης)
  2. υπερβολικό συναίσθημα και η έκφραση αυτού