hari
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ίντο (io)
[
επεξεργασία
]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[
επεξεργασία
]
hari
(io)
πληθυντικός
του
haro
Κατηγορία
:
Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ίντο)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Беларуская
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Hausa
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Lëtzebuergesch
ລາວ
Lietuvių
Bahasa Melayu
Li Niha
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
Slovenščina
Gagana Samoa
Svenska
தமிழ்
ไทย
Tagalog
Türkçe
中文