Μετάβαση στο περιεχόμενο

harness

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
harness harnesses

harness (en)

  1. τα χάμουρα, η σαγή
      She put the harness on the horse.
    Έβαλε τα χάμουρα στο άλογο.
  2. η ζώνη ανασφάλειας, ο ιμάντας αναρρίχησης, το μποντριέ, ζώνη για να μην πέσει κάποιος
      a full-body harness - ζώνη ασφαλείας ολόσωμη
      a rock climbing harness - μποντριέ ορειβασίας
ενεστώτας harness
γ΄ ενικό ενεστώτα harnesses
αόριστος harnessed
παθητική μετοχή harnessed
ενεργητική μετοχή harnessing

harness (en)

  1. βάζω τα χάμουρα σε άλογο
      She harnessed the horse.
    Έβαλε τα χάμουρα στο άλογο.
  2. τιθασεύω, αξιοποιώ, ελέγχω και χρησιμοποιώ τη δύναμη ή τη δύναμη κάτι για να παράγω δύναμη ή να επιτύχω κάτι
      They harness the waterfall to generate electricity.
    Τιθασεύουν τον καταρράχτη για την παραγωγή ηλεκτρισμού.
      When the windy area is located, the wind potential is harnessed by placing wind turbines.
    Όταν εντοπιστεί η ανεμώδης περιοχή, αξιοποιείται το αιολικό δυναμικό με τοποθέτηση ανεμογεννητριών.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη capitalize on