harness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
harness | harnesses |
harness (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | harness |
γ΄ ενικό ενεστώτα | harnesses |
αόριστος | harnessed |
παθητική μετοχή | harnessed |
ενεργητική μετοχή | harnessing |
harness (en)
- βάζω τα χάμουρα σε άλογο
- ⮡ She harnessed the horse.
- Έβαλε τα χάμουρα στο άλογο.
- ⮡ She harnessed the horse.
- τιθασεύω, αξιοποιώ, ελέγχω και χρησιμοποιώ τη δύναμη ή τη δύναμη κάτι για να παράγω δύναμη ή να επιτύχω κάτι
- ⮡ They harness the waterfall to generate electricity.
- Τιθασεύουν τον καταρράχτη για την παραγωγή ηλεκτρισμού.
- ⮡ When the windy area is located, the wind potential is harnessed by placing wind turbines.
- Όταν εντοπιστεί η ανεμώδης περιοχή, αξιοποιείται το αιολικό δυναμικό με τοποθέτηση ανεμογεννητριών.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη capitalize on
- ⮡ They harness the waterfall to generate electricity.