haut-commissaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- haut-commissaire < haut + commissaire
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
haut-commissaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ανώτατος επίτροπος