headstrong
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- headstrong σύνθετη λέξη από το head= κεφαλή και το επίθετο stοrng (δυνατός).
Επίθετο
[επεξεργασία]headstrong (en)
Συγγενικά
- insubordinate= απείθαρχος
- undutiful= απειθής
- indocile= ανυπάκουος, μη επιθυμών εκπαίδευση
- unmanageable= δυσμεταχείριστος
- unfiliar= ο μη εκτελών καθήκοντα γιου