hedge away

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

hedge away (en)

  1. προστατεύω
  2. αποτρέπω, απομακρύνω κίνδυνο