hedging
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hedging (en)
- το να προνοείς/να λαμβάνεις μέτρα για ενδεχόμενο κακό, μηχανισμός προνοητικής άμυνας για δυνητική επίθεση που δεν έχει ακόμη συμβεί