hipertensão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
hipertensão (pt) < ὑπέρ και λατινικό tensĭo-ionis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hipertensão (pt) θηλυκό
- η υπέρταση
hipertensão (pt) < ὑπέρ και λατινικό tensĭo-ionis
hipertensão (pt) θηλυκό