homemade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

homemade < home + made

Επίθετο[επεξεργασία]

homemade (en)

  • σπιτικός, που φτιάχνεται στο σπίτι
    My Italian grandmother knows the recipe for the perfect homemade pizza.
    Η Ιταλίδα γιαγιά μου ξέρει τη συνταγή για την τέλεια σπιτική πίτσα.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]