homoseksüel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hɔ.mɔ.sɛc.sʏˈel/

Επίθετο

[επεξεργασία]

homoseksüel (tr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

homoseksüel (tr)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]