humainement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /y.mɛn.mɑ̃/

Επίρρημα[επεξεργασία]

humainement (fr)

  • ανθρώπινα
  • Il m'était humainement impossible de lui donner des explications au moment où il le désirait.