Μετάβαση στο περιεχόμενο

illiterate

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός illiterate
συγκριτικός more illiterate
υπερθετικός most illiterate

Επίθετο

[επεξεργασία]

illiterate (en)

  1. αγράμματος, αναλφάβητος, που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει
      He is completely illiterate; he doesn’t even know how to spell his name.
    Είναι τελείως αγράμματος, δεν ξέρει να γράψει ούτε το όνομά του.
      Even today, there are people who are illiterate.
    Ακόμα και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που είναι αναλφάβητοι.
  2. αγράμματος, αμόρφωτος, που δεν έχει επαρκή μόρφωση
      She accused the newspapers and radio stations of hiring inexperienced and illiterate journalists.
    Κατηγόρησε τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ότι προσλαμβάνουν άπειρους και αγράμματους δημοσιογράφους.
      The armies of illiterate scientists are multiplying.
    Πολλαπλασιάζονται οι στρατιές των αμόρφωτων επιστημόνων.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη ignorant
  3. αγράμματος, που δεν γνωρίζει πολλά για μια συγκεκριμένη θεματική περιοχή
      The population was politically illiterate and easily manipulated.
    Ο πληθυσμός ήταν πολιτικά αγράμματος και χειραγωγείται εύκολα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη ignorant

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]