illiterate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | illiterate |
συγκριτικός | more illiterate |
υπερθετικός | most illiterate |
Επίθετο
[επεξεργασία]illiterate (en)
- αγράμματος, αναλφάβητος, που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει
- ⮡ He is completely illiterate; he doesn’t even know how to spell his name.
- Είναι τελείως αγράμματος, δεν ξέρει να γράψει ούτε το όνομά του.
- ⮡ Even today, there are people who are illiterate.
- Ακόμα και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που είναι αναλφάβητοι.
- ⮡ He is completely illiterate; he doesn’t even know how to spell his name.
- αγράμματος, αμόρφωτος, που δεν έχει επαρκή μόρφωση
- ⮡ She accused the newspapers and radio stations of hiring inexperienced and illiterate journalists.
- Κατηγόρησε τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ότι προσλαμβάνουν άπειρους και αγράμματους δημοσιογράφους.
- ⮡ The armies of illiterate scientists are multiplying.
- Πολλαπλασιάζονται οι στρατιές των αμόρφωτων επιστημόνων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ignorant
- ⮡ She accused the newspapers and radio stations of hiring inexperienced and illiterate journalists.
- αγράμματος, που δεν γνωρίζει πολλά για μια συγκεκριμένη θεματική περιοχή