imam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- imam < (άμεσο δάνειο) αραβική إمام (imām)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
imam (tr)