impec
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- impec < impeccable
Επίθετο[επεξεργασία]
impec (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) → δείτε τη λέξη impeccable
impec (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο