impeccable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | impeccable |
συγκριτικός | more impeccable |
υπερθετικός | most impeccable |
Επίθετο
[επεξεργασία]impeccable (en)
- αψεγάδιαστος, άψογος, τέλειος, άπταιστος
- ανίκανος για το κακό, αγνός
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]impeccable (fr)