incapacitate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

incapacitate (en)

  • κάνω κάποιον ανίκανο να κάνει κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]