indecent assault

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

indecent assault (en)

  • σεξουαλική βία χωρίς διείσδυση / χωρίς βιασμό

(νομικά η απόπειρα βιασμού / attempted rape είναι διαφορετική ορολογία, στην πράξη κάποιες περιπτώσεις είναι σύνθετες)