indemnify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
indemnify (en)
- αποζημιώνω
- προστατεύω κάποιον νομικά ώστε να μην φέρει ευθύνη, παρέχω νομική κάλυψη ευθύνης
- παρέχω νομική ασυλία
indemnify (en)