indemnify

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

indemnify (en)

  1. αποζημιώνω
  2. προστατεύω κάποιον νομικά ώστε να μην φέρει ευθύνη, παρέχω νομική κάλυψη ευθύνης
    παρέχω νομική ασυλία