inextricably
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
inextricably (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
inextricably entangled: άρρηκτα συμπλεγμένα-συνενωμένα
inextricably (en)
inextricably entangled: άρρηκτα συμπλεγμένα-συνενωμένα