inextricably

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

inextricably (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

inextricably entangled: άρρηκτα συμπλεγμένα-συνενωμένα