infuziĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα infuziĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | infuziĝas | infuziĝanta | infuziĝata |
αόριστος | infuziĝis | infuziĝinta | infuziĝita |
μέλλοντας | infuziĝos | infuziĝonta | infuziĝota |
υποθετική | infuziĝus | - | - |
προστακτική | infuziĝu | - | - |
infuziĝi (eo)