inhabited
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]inhabited (en)
- κατοικημένος
After so many days in the jungle, we finally reached an inhabited area.
- Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.