Μετάβαση στο περιεχόμενο

inmate

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inmate (en)

  • ο τρόφιμος (φυλακής, νοσοκομείου, πανεπιστημιακής εστίας)