inpatient
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inpatient (en) και in-patient
- νοσηλευόμενος, ασθενής που έχει εισαχθεί σε νοσοκομείο, ο εσωτερικός ασθενής
inpatient (en) και in-patient