instancier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃s.tɑ̃.sje/

instancier (fr)

  1. (πληροφορική) ρυθμίζω ένα αντικείμενο σε σχέση με ένα σύνολο χαρακτηριστικών
  2. (πληροφορική) δημιουργώ ένα αντίγραφο ενός στοιχείου σύμφωνα με ένα πρότυπο