insula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈɪnsjʊlə/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insula (en)
- (ιατρική) (εγκεφαλική περιοχή) o κεντρικός λοβός, η νήσος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insula (la) θηλυκό