Μετάβαση στο περιεχόμενο

insular

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

insular (en)

  1. παρωπιδιασμένος, στενόμυαλος, πολιτισμικά κλειστός, πολιτισμικά απομονωμένος
  2. νησιωτικός, νησιώτικος

Επίθετο

[επεξεργασία]

insular (ro)

  1. νησιωτικός, νησιώτικος