insular
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
insular (en)
- παρωπιδιασμένος, στενόμυαλος, πολιτισμικά κλειστός, πολιτισμικά απομονωμένος
- νησιωτικός, νησιώτικος
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
insular (ro)