insuperable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

insuperable (en)

  • ανυπέρβλητος, που δεν μπορείς να τον ξεπεράσεις, αντιμετωπίσεις, νικήσεις
an insuperable obstacle - ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]