interestingly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία en
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/?/
Επίρρημα
[επεξεργασία]interestingly (en)
- ενδιαφέρον παρουσιάζει το (γεγονός) ότι ...
- (μεταφραστική επιλογή - μη ακριβής) περιέργως