intern

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intern (en)

  1. σπουδαστής που κάνει την πρακτική του εξάσκηση σε ένα επάγγελμα
  2. ειδικευόμενος γιατρός

intern (en)

  1. κρατώ, φυλακίζω