intern
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]intern (en)
- σπουδαστής που κάνει την πρακτική του εξάσκηση σε ένα επάγγελμα
- ειδικευόμενος γιατρός
Ρήμα
[επεξεργασία]intern (en)
intern (en)
intern (en)