intersexual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]διαφυλετικός, διασεξουαλικός:
- συμπεριφορά/αλληλεπίδραση μεταξύ των φύλων
- άτομο που έχει χαρακτηριστικά και απ' τα δύο φύλα
διαφυλετικός, διασεξουαλικός: