Μετάβαση στο περιεχόμενο

intersexual

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

διαφυλετικός, διασεξουαλικός:

  1. συμπεριφορά/αλληλεπίδραση μεταξύ των φύλων
  2. άτομο που έχει χαρακτηριστικά και απ' τα δύο φύλα