introgression

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

introgression (en)

  • (βιολογία) γενετική παρείσφρηση από άλλο είδος