inveigle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ɪnˈviːɡ(ə)l,ɪnˈveɪɡ(ə)l/

Ρήμα[επεξεργασία]

  • εξαπατώ καλοπιάνοντας