iom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
iom (eo)
- λίγο
- mi havas iom da mono, έχω λίγα λεφτά
iom (eo)