Μετάβαση στο περιεχόμενο

irradiate

Από Βικιλεξικό

irradiate (en)

  1. υποβάλλω σε ακτινοβολία/βομβαρδίζω με ακτινοβολία
  2. ακτινοβολώ εγγενώς
    περίφραση: to emit radiation