isolate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας isolate
γ΄ ενικό ενεστώτα isolates
αόριστος isolated
παθητική μετοχή isolated
ενεργητική μετοχή isolating

isolate (en)

  1. (μεταβατικό) απομονώνω, διαχωρίζω κάποιον ή κάτι σωματικά ή κοινωνικά από άλλα άτομα ή πράγματα
    ⮡  We need to isolate the patient who has an infectious disease.
    Πρέπει να απομονώσουμε τον ασθενή που έχει μολυσματική νόσο.
    ⮡  After the death of his wife, he isolated himself./After the death of his wife, he became isolated.
    Μετά το θάνατο της γυναίκας του απομονώθηκε.
    ⮡  By adopting extreme views, the party isolated itself politically and lost many voters.
    Το κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους.
    ⮡  The prisoner was isolated from the others for security reasons.
    Ο κρατούμενος ήταν απομονωμένος από τους άλλους για λόγους ασφαλείας.
    ⮡  The country was isolated in the European Council.
    Απομονώθηκε η χώρα στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
  2. (αμετάβατο) απομονώνομαι λόγω ασθένειας
    ⮡  You need to isolate for five days if you test positive.
    Πρέπει να απομονωθείς για πέντε ημέρες αν βγεις θετικός.
     συνώνυμα: self-isolate
  3. (μεταβατικό, επίσημο) απομονώνω, διαχωρίζω ένα μέρος μιας κατάστασης, προβλήματος, ιδέας κτλ., ώστε να δω τι είναι και να το αντιμετωπίσω ξεχωριστά
    ⮡  It is possible to isolate a number of factors that contributed to her downfall.
    Είναι δυνατόν να απομονώσουμε έναν αριθμό παραγόντων που συνέβαλαν στην πτώση της.
  4. (μεταβατικό) απομονώνω, διαχωρίζω μια μόνη ουσία, κύτταρο κτλ. από άλλα για να το μελετήσω
    ⮡  Scientists managed to isolate the microbe of the disease and fight it.
    Οι επιστήμονες κατάφεραν να απομονώσουν το μικρόβιο της ασθένειας και να το πολεμήσουν.

Συγγενικά

[επεξεργασία]