jove

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

jove (ca) αρσενικό ή θηλυκό

  1. νέος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jove (ca) αρσενικό ή θηλυκό

  1. νεαρός