kadm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kadm (pl) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: κάδμιο