kapı
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
kapı
(tr)
θύρα
,
πόρτα
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
kapıcı
:
πορτιέρης
Κατηγορίες
:
Τουρκική γλώσσα
Ουσιαστικά (τουρκικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Aymar aru
Azərbaycanca
ᏣᎳᎩ
Čeština
English
Euskara
فارسی
Suomi
Føroyskt
Français
Magyar
Ido
日本語
ქართული
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Kernowek
Кыргызча
ລາວ
Lietuvių
Nederlands
Polski
Português
Русский
ไทย
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
Oʻzbekcha/ўзбекча
ייִדיש
中文