kaputt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
kaputt (de)
- σπασμένος, χαλασμένος
- die Maschine ist kaputt - η μηχανή έχει χαλάσει