karadul

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
karadul < kara + dul

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑ.ɾɑˈduɫ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

karadul (tr)

  1. (εντομολογία) η μαύρη χήρα
  2. (μεταφορικά) γυναίκα που σκοτώνει έναν ή περισσότερους από τους εραστές της
  3. (μεταφορικά) γυναίκα βομβιστής αυτοκτονίας του οποίου ο σύζυγος σκοτώθηκε.