kara
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kara | karaj |
αιτιατική | karan | karajn |
kara (eo)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kara (pl) θηλυκό
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
kara (pl)
- karo, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
- kary, στην ονομαστική του πληθυντικού
Τουρκικά (tr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
kara (tr)