karaluch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
karaluch (pl) αρσενικό
- (εντομολογία), (κοινά) κατσαρίδα