khôl

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

khôl < kohl < kouhel < αραβική كحل (kihl)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

khôl (fr) (σπανιότερα: kohol, koheul) αρσενικό

  • το κολ, σκούρο χρώμα για το μακιγιάζ, άλλοτε χρησιμοποιούνταν στις αραβικές χώρες