klimat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
klimat (pl) αρσενικό
- το κλίμα
- (μεταφορικά) η «ατμόσφαιρα» (ενός χώρου), το «κλίμα»
[επεξεργασία]
- klima
- klimacik
- klimatolog
- klimatologia
- klimatyczny
- klimatyzacja
- klimatyzacyjny
- klimatyzator
- mikroklimat
Σουηδικά (sv) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
klimat (sv)
- το κλίμα